ἐγγύς

ἐγγύς
ἐγγύς [pron. full] [ῠ], Adv., [comp] Comp. ἐγγυτέρω (
A

-τέρῳ Hell.Oxy.6.3

), also -ύτερον Pl.Lg.704e: [comp] Sup. ἐγγυτάτω or -ύτατα (first in Hp., and [dialect] Att.); also ἔγγῑον, ἔγγιστα (v. ἐγγίων).
I of Place, near, nigh, at hand: freq. in Hom.,

ἐ. γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι Od.10.86

: c. gen., hard by, near to; so λύπας ἐγγυτέρω nearer to grief,
S.OC1217: c. dat., Il.11.340, E.Heracl.37; ἐγγὺς ὁδῷ dub. in IG12.974: mostly with Verbs of rest, ἐ. ἑστάναι, παρεστάναι, A.Pers.686, Eu.65; but

ἐ. χωρεῖν Id.Th.59

: c. gen.,

οἱ ἐγγυτάτω τῆς ἀγορᾶς κατεσκευασμένοι Lys.24.20

, etc.
II of Time, nigh at hand, Il.22.453;

ἐ. ἡμῖν ὁ ἀγών X.Cyr.2.3.2

.
III of Numbers, etc., nearly,

ἔτεσι ἐ. εἴκοσι Th.6.5

;

μισθὸς ἐ. ἐνιαυτοῦ X.HG3.1.28

: generally, nearly, almost,

ἐ. ἔγνως S.Ichn.301

; οὐδ' ἐ. τινος not nearly, i. e. not by a great deal, nothing like it, Pl.Smp.198b; ἔχει οὐχ οὕτω ταῦτα οὐδ' ἐ. not so . . nor yet nearly so, D.21.30
;

οὐκ ἐποίουν τοῦτο, οὐδ' ἐ. Id.18.96

; mostly, Hp.Mochl.34.
IV of Qualities, coming near,

ἐ. τι καὶ παραπλήσιον Pl.Grg.520a

; ἐγγύτατα τοῦ νῦν τρόπου, τῆς ξυμπάσης γνώμης, Th.1.13
,22;

ὅτι ἐγγύτατα τούτων Id.7.86

;

κοινῇ δὲ πᾶσιν οὐδεὶς ἐγγυτέρω D.18.288

;

δοκεῖς δηλῶσαι ἐγγύτατα τὴν ῥητορικήν Pl.Grg.452e

; ἐ. εἶναι, c. gen., Id.Phd.116b;

ἐ. τυφλῶν Id.R. 508c

; ἐ. τι τείνειν τοῦ τεθνάναι very near death, Id.Phd.65a;

κακῶς παθεῖν ἐγγύτατα D.21.123

.
V of Relationship, akin to,

οἱ Ζηνὸς ἐ. A.Fr.162

; ἐγγυτέρω γένει or γένους, Pl.Ap.30a, Is.3.72
;

ἐγγύτατα γένους A.Supp.388

, Lys.Fr.41, Pl.Hp.Ma.304d;

ἐγγυτάτω γένους IG12.77

, Ar.Av.1666.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐγγύς — near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγγύς — επίρρ. (AM ἐγγύς) 1. (για τόπο) κοντά, σε μικρή απόσταση 2. (για χρόνο) κοντά 3. (για αριθμό) σχεδόν, περίπου, πάνω κάτω 4. (για ποιότητα ή ιδιότητα) όμοια με, όπως 5. οι εγγύς οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με… …   Dictionary of Greek

  • κἀγγύς — ἐγγύς , ἐγγύς near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοὐγγύς — ἐγγύς , ἐγγύς near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀγγύς — ἐγγύς , ἐγγύς near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυτάτω — ἐγγύς near irreg̱superl indeclform (adverb) ἐγγύτατος nearer masc/neut nom/voc/acc dual ἐγγύτατος nearer masc/neut gen sg (doric aeolic) ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυτέρω — ἐγγύς near irreg̱comp indeclform (adverb) ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύτατα — ἐγγύς near irreg̱superl indeclform (adverb) ἐγγύτατος nearer neut nom/voc/acc pl ἐγγύτερος nearer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • близь — (374) I. Нар. и нескл. пр. 1.О пространстве. Близко и близок: боудеть близь торгъ. кде коупити. КН 1280, 533а; на(м) суть кнѩзи Муромьскыѣ. и Рѩзаньскыи близь в сусѣде(х). ЛЛ 1377, 125 об. (1175); и чернiло готово. и клеветарь бли(з). (ἐγγύς) ГБ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”